-
1 κληρονομημα
-
2 κληρονόμημα
κληρονόμημαinheritance: neut nom /voc /acc sg -
3 κληρονόμημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κληρονόμημα
-
4 κληρονόμημα
κληρο-νόμημα, τό, das durchs Los Zugeteilte, die Erbschaft -
5 κληρονομημάτων
κληρονόμημαinheritance: neut gen pl -
6 κληρονομήματα
κληρονόμημαinheritance: neut nom /voc /acc pl -
7 наследство
наследство с το κληρονόμημα· η κληρονομιά (тж. перен.)* * *сτο κληρονόμημα; η κληρονομία (тж. перен.) -
8 наследие
наследиес ἡ κληρονομιά, τό κληροδότημα, τό κληρονόμημα:\наследие прошлого ἡ κληρονομιά τοϋ παρελθόντος. -
9 наследство
наслед||ствос ἡ κληρονομιά, τό κληρονόμημα:по \наследствоству κληρονομικά [-ώς]· лишать \наследствоства ἀποκλη-ρώνω. -
10 наследственность
-и θ.1. κληρονομικότητα•явление -и φαινόμενο κληρονομικότητας.
2. παλ. κληρονομιά, κληρονόμημα. -
11 наследство
-а ουδ.1. κληρονομιά, κληρονόμημα•оставить большое наследство αφήνω μεγάλη κληρονομιά•
получить наследство παίρνω κληρονομιά•
раздел -а μοίρασμα της κληρονομιάς•
права -ва δικαιώματα κληρονομιάς•
лишить -а στερώ της κληρονομιάς, αποκληρώνω•
литературное наследство (μτφ.) λογοτεχνική κληρονομιά.
2. διαδοχή•война за испанское наследство πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας (των λατινοαμερικανικών κτήσεων).
εκφρ.по -у – επίρ. κληρονομικά, από κληρονομιά.
См. также в других словарях:
κληρονόμημα — inheritance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονόμημα — το (Α κληρονόμημα) [κληρονομώ] η κληρονομία, αυτό που κληρονομεί κάποιος … Dictionary of Greek
κληρονόμημα — το, ατος ό,τι κληρονομείται, κληρονομιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κληρονομημάτων — κληρονόμημα inheritance neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονομήματα — κληρονόμημα inheritance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
ԺԱՌԱՆԳԱՒՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0834 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 12c ա.գ. κληρονόμημα haereditas, possessio Մտանելն ʼի ժառանգութիւն. գոլն ժառանգաւոր իրաւամբք ծննդեան, կամ յաջողութեան. *Զորդեգրութեանն աստուծոյ անուն ժառանգել յետ ելանելոյ ʼի ջրոյ անտի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)